Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Η παραγωγή του λόγου των μαθητών μέσα και έξω από τη σχολική τάξη

πηγή http://www.politikokafeneio.com/pedia/epoxi050405.htm

Νιτσοπούλου Α.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε όσοι ανήκουμε σε μια γλωσσική κοινότητα δεν είναι ομοιογενής. Έτσι διακρίνουμε γλωσσικές ποικιλίες που οφείλονται σε γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια. Μια γλωσσική ποικιλία, που ορίζεται με κοινωνικά κριτήρια, είναι η επίσημη διάλεκτος. Είναι η γλωσσική διάλεκτος που χρησιμοποιείται και διδάσκεται μέσα στη σχολική τάξη. Οι μαθητές, ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευση, δεν μπορούν να προσαρμοστούν όλοι το ίδιο εύκολα στη γλωσσική νόρμα του σχολείου. Όσοι προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικοοικονομικά στρώματα αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα κατά την προσαρμογή τους σ’ αυτή, από όσους προέρχονται από προνομιούχα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Αντίθετα, έξω από τη σχολική τάξη, όλοι οι μαθητές, όταν βρεθούν σε οικείο και φιλικό περιβάλλον, όπου δεν επιβάλλονται γλωσσικοί κανόνες και εμπόδια, μπορούν και εκφράζονται ελεύθερα και με περίσσεια λόγου. Στην ανακοίνωση αυτή γίνεται μια σύντομη αναφορά στην ανάλυση και ερμηνεία των ευρημάτων έρευνας, που έγινε για τη συγγραφή διδακτορικής διατριβής με θέμα: “Η παραγωγή του λόγου των μαθητών μέσα και έξω από τη σχολική τάξη”. Στην έρευνα πήραν μέρος 120 μαθητές από 10 σχολεία της Αθήνας. Μαγνητοφωνήθηκε ο λόγος των μαθητών μέσα στη σχολική τάξη, στη διάρκεια μαθημάτων, και αντίστοιχα ο λόγος τους έξω από τη σχολική τάξη σε ιδιαίτερες μεταξύ τους συζητήσεις.

Στην ανακοίνωση αυτή γίνεται μια σύντομη αναφορά στην ανάλυση και ερμηνεία των ευρημάτων μιας έρευνας που έγινε με σκοπό τη σύγκριση του λόγου που αρθρώνουν οι μαθητές μέσα στη σχολική τάξη και του λόγου που αρθρώνουν έξω από αυτή. Η σύγκριση αυτή γίνεται σε σχέση με την κοινωνική προέλευση των μαθητών. Δηλαδή συγκρίνεται ο λόγος των μαθητών που προέρχονται από προνομιούχα και μη προνομιούχα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, μέσα στη σχολική τάξη, κατά τη διάρκεια του μαθήματος και έξω από τη σχολική τάξη, σε ιδιαίτερες μεταξύ τους συζητήσεις. Η έρευνα έγινε σε 10 σχολεία της Αθήνας και πήραν μέρος συνολικά 120 μαθητές της τρίτης Γυμνασίου.

Θα αναφερθώ κατ’ αρχήν με συντομία στο θεωρητικό υπόβαθρο, στο οποίο βασίζεται η ανάλυση και η ερμηνεία των ευρημάτων της έρευνας, και αμέσως μετά θα αναφερθούν μερικά παραδείγματα και κάποια σύντομα συμπεράσματα. Πολλοί εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν ότι η σχολική αποτυχία είναι κυρίως γλωσσική αποτυχία και γι’ αυτό στρέφονται στη Γλωσσολογική επιστήμη για να εξερευνήσουν το πρόβλημα.

Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός και ο καθένας από μας έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, καθώς μαθαίνουμε να ζούμε, σαν μέλη μιας οικογένειας, μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας.

Η γλώσσα που μιλάμε, όσοι ανήκουμε σε μια γλωσσική κοινότητα, δεν είναι ομοιογενής. Αυτό είναι φανερό και από την εμπειρική έρευνα. Ο καθένας από μας μπορεί να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα και διάλεκτοι.

Γενικά οι γλωσσικές διάλεκτοι ορίζονται από γεωγραφικά και κοινωνικά κριτήρια. Οι γεωγραφικές γλωσσικές διάλεκτοι οφείλονται στα γεωγραφικά εμπόδια που χωρίζουν τις περιοχές μεταξύ τους, καθώς και στη γεωγραφική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους και δυσκολεύει τη δυνατότητα επικοινωνίας τους.


Οι κοινωνικές γλωσσικές διάλεκτοι οφείλονται σε κοινωνικά κριτήρια, όπως κοινωνικοοικονομική τάξη, ηλικία, φύλο, φυλή κλπ. Αλλά και οι ομιλητές της ίδιας διαλέκτου έχουν συστηματικές διαφορές στο λόγο τους. Κάθε ομιλητής έχει την ιδιόλεκτό του, τη δική του ατομική διάλεκτο που μπορεί να διαφέρει σε λεξιλόγιο, προφορά ή και γραμματική από μία άλλη. H ιδιόλεκτος αυτή δεν είναι σταθερή. Στη διάρκεια της ζωής τροποποιείται, επεκτείνεται, προσαρμόζεται.

Μια άλλη ποικιλία στη γλώσσα είναι το ύφος. Άλλοτε μιλάμε με λόγιο, επίσημο ύφος

και άλλοτε με ανεπίσημο. Η επιλογή του ύφους ενός ομιλητή, συνειδητή ή ασυνείδητη, γίνεται ανάλογα με την κοινωνική περίσταση στην οποία βρίσκεται. Δηλαδή ανάλογα με τις σχέσεις που έχει με το συνομιλητή του, ανάλογα με το θέμα για το οποίο μιλάει, ανάλογα με το σκοπό που έχει (π.χ. να πείσει, να ευχαριστήσει, να ζητήσει εξηγήσεις), ανάλογα με το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιεί (γραπτό ή προφορικό λόγο, στο τηλέφωνο, μπροστά σε κοινό, στο ραδιόφωνο) καθώς και άλλους παράγοντες.

Είδαμε, λοιπόν, ότι η γλώσσα δεν είναι μία και μοναδική, δεν είναι ομοιογενής, αλλά η ίδια εθνική γλώσσα μπορεί να έχει πολλές ποικιλίες. Σημαντικό ρόλο παίζει η στάση των ομιλητών μιας γλωσσικής ποικιλίας απέναντι στους ομιλητές μιας διαφορετικής. Δεν είναι πάντα ευνοϊκή. Συνήθως οι χρήστες της επίσημης διαλέκτου θεωρούν υποδεέστερους τους χρήστες μιας διαφορετικής ποικιλίας. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, όταν ο πρώτος έχει κάποια εξουσία από την οποία εξαρτάται ο δεύτερος.

Ποια είναι, όμως, η επίσημη ποικιλία μιας γλώσσας; Οι γλωσσολόγοι προτιμούν τον όρο “επίσημη διάλεκτος” αντί του συνηθισμένου “επίσημη γλώσσα”, θεωρώντας ότι μια γλώσσα μπορεί να αποτελείται από πολλές διαφορετικές διαλέκτους, μία από τις οποίες είναι και η επίσημη, η οποία μάλιστα δεν υπερέχει σε τίποτε από τις άλλες γεωγραφικές ή κοινωνικές διαλέκτους. Μία γλωσσική διάλεκτος αναδεικνύεται επίσημη όχι από συνειδητή επιλογή. Είναι συνήθως η διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι ανώτερες τάξεις ή οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μιας χώρας εξαιτίας της πολιτικής και πολιτιστικής σημασίας που έχει η πρωτεύουσα ως το κέντρο όπου λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις, αλλά και το κέντρο όπου λειτουργούν τα περισσότερα μορφωτικά ιδρύματα, πανεπιστήμια, ακαδημίες,εκδοτικοί οίκοι, τα οποία αναλαμβάνουν την τυποποίηση της εθνικής γραπτής γλώσσας συντάσσοντας επίσημες γραμματικές και λεξικά. Η γνώση και η χρήση της επίσημης αυτής διαλέκτου προσθέτει κύρος καθώς και δυνατότητα κοινωνικής ανόδου, αφού είναι το πρότυπο της ομιλίας των μορφωμένων. Είναι η γλώσσα των δικαστηρίων, του σχολείου, των επίσημων συγκεντρώσεων, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης κ.ο.κ.

Όπως συμφωνούν πολλοί κοινωνιογλωσσολόγοι, που έχουν μελετήσει ένα μεγάλο μέρος από τις γλώσσες του κόσμου, καθώς και τις ποικιλίες τους, δεν υπάρχει γλωσσολογική αιτία που να αναγνωρίζει μια γλώσσα ή γλωσσική της ποικιλία ανώτερη από μια άλλη. Όλες είναι εξίσου εκφραστικές, λογικές και κατάλληλες για να καλύπτουν τις ανάγκες της επικοινωνίας των ανθρώπων που τις χρησιμοποιούν ανάλογα με την κοινωνική περίσταση.

Πολλοί πιστεύουν ότι η επίσημη διάλεκτος είναι η κανονική γλώσσα και ότι όλες οι άλλες ποικιλίες είναι αποκλίσεις από τη νόρμα, είναι φθορές της επίσημης γλώσσας, που οφείλονται σε άγνοια, αμέλεια ή ανοησία. Άρα, όπως πιστεύουν, το να χρησιμοποιείς την επίσημη διάλεκτο είναι το “σωστό”, ενώ το να χρησιμοποιείς μια άλλη διάλεκτο είναι το “λάθος”. Οι χαρακτηρισμοί “σωστή-λάθος”, “καλή-κακή” για τη γλώσσα έχουν να κάνουν με κοινωνικά κριτήρια παρά με γλωσσολογικά. Είναι, δηλαδή, χαρακτηρισμοί για τον ομιλητή και όχι για την ομιλία. (P.Trudgill).

Όπως είπαμε και πιο πριν, το πρόβλημα με την αντίληψη αυτή για την επίσημη διάλεκτο, υπάρχει όταν αυτός που κρίνει έναν ομιλητή, έχει στα χέρια του κάποια εξουσία. Ένα παράδειγμα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται μέσα στη σχολική τάξη. Ποια διάλεκτο χρησιμοποιεί ο εκπαιδευτικός και ποια οι μαθητές; Όλοι οι μαθητές χρησιμοποιούν την ίδια διάλεκτο; Είπαμε, όμως, ότι όλοι οι ομιλητές μιας γλώσσας δεν χρησιμοποιούν την ίδια διάλεκτο, αλλά ανάλογα με τη γεωγραφική ή την κοινωνική τους προέλευση χρησιμοποιούν την αντίστοιχη. Το κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι η στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στη γλώσσα των μαθητών, ποια συμπεράσματα βγάζουν και πώς αξιολογούν τους μαθητές από τη γλώσσα τους.

Η διάλεκτος που χρησιμοποιείται στο σχολείο είναι η επίσημη. Σ’ αυτή τη διάλεκτο είναι γραμμένα τα σχολικά βιβλία, αυτή χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί μέσα στην τάξη. Αναγκαστικά και οι μαθητές προσπαθούν να προσαρμόσουν το λόγο τους, αυτόν το λίγο λόγο που αρθρώνουν μέσα στην τάξη, στην επίσημη διάλεκτο. Μπορούν, όμως, το ίδιο εύκολα όλοι οι μαθητές να προσαρμοστούν στην επίσημη γλωσσική νόρμα του σχολείου; Υπάρχουν μαθητές που η γλώσσα τους δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από τη γλώσσα του σχολείου και έτσι χρειάζονται να κάνουν μικρότερη προσπάθεια για να προσαρμοστούν. Αυτοί ανήκουν στη μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη. (Λέγοντας κοινωνική τάξη παίρνουμε σαν κριτήριο το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας.) Υπάρχουν μαθητές που η γλώσσα τους απέχει πολύ από τη σχολική γλώσσα. Είναι τα παιδιά που ανήκουν στην εργατική τάξη. Έτσι, οι μαθητές που προέρχονται από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, ευνοούνται από το γλωσσικό περιβάλλον του σχολείου. Έχουν μεγαλύτερη άνεση στο να κατανοήσουν και να αναμεταδώσουν τις σχολικές γνώσεις. Αυτό θεωρείται, λανθασμένα, “φυσικό χάρισμα” και κερδίζουν από τους δασκάλους τους χαρακτηρισμούς όπως “επιμελής”, “καλός μαθητής”, “ευφυής”. Αντίθετα, όσοι προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα πρέπει να διανύσουν μεγαλύτερη απόσταση για να προσαρμοστούν στο γλωσσικό κώδικα του σχολείου. Πρέπει να έρθουν σε ρήξη με το γλωσσικό κώδικα που έμαθαν να χρησιμοποιούν μέχρι τώρα από την οικογένειά τους, αφού το σχολείο υποβιβάζει στην κατηγορία του “λάθους” ή του “κατώτερου” όλες τις γλωσσικές διαλέκτους, κοινωνικές ή γεωγραφικές, που είναι διαφορετικές από τη δική του. Η δυσκολία των μαθητών αυτών να επικοινωνήσουν και να προσαρμοσθούν στο σχολικό γλωσσικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από τους καθηγητές ως “ανικανότητα”, “έλλειψη ευφυίας”, “τεμπελιά”, “αδιαφορία”. Έτσι, όπως κατέληξε ο Άγγλος κοινωνιογλωσσολόγος Basil Bernstein, η γλωσσική αποτυχία στο σχολείο, οδηγεί στη σχολική αποτυχία γενικώς.

Όμως κανένας άνθρωπος, που είναι διανοητικά υγιής, δεν είναι άγλωσσος και κανένας δεν χρησιμοποιεί κατώτερη γλώσσα. Χρησιμοποιεί τη γλωσσική ποικιλία που εξυπηρετεί τις επικοινωνιακές του ανάγκες, ανάλογα με την περίσταση. Όλοι οι ομιλητές μπορούν να προσαρμοστούν στη γλωσσική ποικιλία που επιβάλλεται να χρησιμοποιήσουν, όταν και εάν βρεθούν σε ανάλογη περίσταση. Άλλος προσαρμόζεται πιο γρήγορα και άλλος πιο αργά, ανάλογα με τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προσωπική του ιδιόλεκτο και τη γλωσσική ποικιλία που χρειάζεται να χρησιμοποιήσει, ανάλογα, όπως είπαμε, με την κοινωνική περίσταση της επικοινωνίας.

Αυτό φαίνεται, αν συγκρίνουμε τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι μαθητές μέσα στη σχολική τάξη και τη γλώσσα τους, όταν βρίσκονται έξω από την τάξη. Έξω από την τάξη όλοι οι μαθητές έχουν τη γνώμη τους που την εκφράζουν με το δικό τους τρόπο. Ακόμα και οι μαθητές που, από φόβο μήπως πουν κάτι λάθος ή το πουν με λάθος τρόπο, μένουν τελείως αμίλητοι μέσα στην τάξη, όταν βρεθούν έξω από αυτή, σε φιλικό περιβάλλον, εκφράζονται ελεύθερα και μάλιστα με περίσσεια λόγου.

Τα ευρήματα από την έρευνα αυτή κατατάχτηκαν στις εξής 14 κατηγορίες. Tις αναφέρω ονομαστικά:

AYTOΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΜΕΓΕΘΟΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ή ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ

ΧΡΗΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΛΟΓΟ ΕΝΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗ ΑΠΟ ΑΛΛΟΝ

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΔΙΣΤΑΓΜΟΥ

ΑΛΛΑΓΗ ΘΕΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΧΡΗΣΗ ΛΕΞΕΩΝ ΧΩΡΙΣ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (FILLERS)

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ

ΜΕΤΑΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΛΑΘΗ ΣΤΗΝ ΕΚΦΟΡΑ ΄Η ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Από τις παραπάνω κατηγορίες θα αναφέρω ενδεικτικά και με συντομία τέσσερις:

ΑΥΤΟΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Ο μαθητής αρχίζει μια φράση και τη διακόπτει για να τη διορθώσει και να την πει με διαφορετικό τρόπο. Παρατηρήθηκε ότι μέσα στην τάξη οι μαθητές αυτοδιορθώνονται για δύο λόγους :

α) Για να χρησιμοποιήσουν πιο επίσημο λόγο. Π.χ. “ήρθε μια γυναίκα και πήγε και του είπε, //εμφανίστηκεμια γυναίκα, η οποία του είπε...”, “ο δικαστής έχει ορκιστεί να δικάζει μόνο όταν κάποιος κάνει ένα κακό πράγμα,// μόνο όταν κάποιος αδικεί”, “Ο Σωκράτης πήρε,// επήρε το λόγο και είπε...” Αυτό παρατηρείται από όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική ομάδα που προέρχονται. Προσπαθούν να προσαρμόσουν το λόγο τους στη σχολική γλωσσική νόρμα επιλέγοντας δόκιμες λέξεις ή αλλάζοντας τη σύνταξη.

β) Για να χρησιμοποιήσουν πιο απλή σύνταξη, όταν αρχίζουν μια φράση με περίπλοκη σύνταξη, αλλά δεν μπορούν να τη φέρουν σε πέρας, οπότε τη διορθώνουν με πιο απλή σύνταξη. Π.χ. “Γιατί οι Αθηναίοι τον κρίνανε στο έργο τοοο,// δεν τους άρεσε το έργο του”, “Ο Σωκράτης είπε ότι ο Μέλητος τον κατηγόρησε γιααα,// του έδωσε μια ποινή θανάτου.” Αυτό παρατηρήθηκε κυρίως από τα παιδιά που προέρχονται από την εργατική τάξη.

Έξω από την τάξη παρατηρήθηκαν αυτοδιορθώσεις για να χρησιμοποιηθούν πιο πειστικές εκφράσεις. Π.χ. “Εμείς εδώ είμαστε πολύ,// η περιοχή μας εδώ είναι πολύ υποανάπτυκτη.”, “Ένας γιατρός δεν μπορεί,// ένας ή εκατό ή χίλιοι γιατροί δεν κάνουνε δουλειά”. Σ’ αυτή την περίπτωση η γλώσσα εξυπηρετεί έναν πραγματικό επικοινωνιακό στόχο, να πεισθεί ο συνομιλητής. Αντίθετα, μέσα στην τάξη οι μαθητές δεν μιλούν σχεδόν ποτέ για να πείσουν κάποιον γι’ αυτό που λεν. Το μόνο που θέλουν είναι να πείσουν τον καθηγητή τους ότι μιλούν “σωστά Ελληνικά”, δηλαδή Ελληνικά που προσανατολίζονται στην επίσημη διάλεκτο του σχολείου.

ΜΕΓΕΘΟΣ ΦΡΑΣΕΩΝ

Υπολογίζονται οι φράσεις που αποτελούνται από 20 λέξεις και πάνω, για να διαπιστωθεί η άνεση έκφρασης των μαθητών. ΄Εξω από την τάξη, σε συνθήκες ελεύθερης επικοινωνίας, όλοι οι μαθητές χρησιμοποίησαν εξίσου πολλές φράσεις μεγάλου μεγέθους.

Την ώρα του μαθήματος οι μαθητές που προέρχονται από τη μεσαία τάξη χρησιμοποιούν πολύ περισσότερες μεγάλες φράσεις από τα παιδιά που ανήκουν στην εργατική τάξη. (π.χ. σε μια διδακτική ώρα μετρήθηκαν 13 φράσεις από τα παιδιά της ΜΤ και 3 από τα παιδιά της ΕΤ. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά της ΜΤ προσαρμόζονται πιο εύκολα στην επίσημη γλώσσα του σχολείου και αισθάνονται άνετα να χρησιμοποιήσουν περισσότερο χρόνο για να εκφραστούν. Άλλωστε ο ίδιος ο εκπαιδευτικός δείχνει μεγαλύτερη ανοχή και δίνει περισσότερο χρόνο στους “καλούς” μαθητές, για να σχεδιάσουν την απάντησή τους, αφού σ’ αυτούς στηρίζει όλες του τις προσδοκίες.

Τα παιδιά της ΕΤ, απ’ την άλλη, φαίνεται ότι δεν τολμούν να σχηματίσουν μεγάλες φράσεις είτε επειδή φοβούνται μήπως κάνουν κάποιο λάθος που θα φανερώσει την αδυναμία τους να προσαρμοστούν στην επίσημη γλώσσα της τάξης, είτε επειδή ο ίδιος ο εκπαιδευτικός δεν τους παρέχει τον απαραίτητο χρόνο για να εκφραστούν, θεωρώντας εκ των προτέρων ότι δεν θα τα καταφέρουν. ΄Ετσι οι απαντήσεις τους συρρικνώνονται σε μονολεκτικές ή σε σύντομες φράσεις τριών ή τεσσάρων λέξεων με στοιχειώδη γραμματικοσυντακτική δομή.

Π.χ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Λοιπόν, διαβάσαμε την παράγραφο 28 και θέλω κάποιος να μου πει το νόημα (απευθυνόμενη σε μαθητή της ΜΤ) Θανάση;

ΘΑΝΑΣΗΣ: “Ο Σωκράτης, μ’ αυτά που έλεγε, θα μπορούσε να φύγει από το δικαστήριο και να ζήσει μια ήσυχη ζωή χωρίς να αντιδράσει ο κόσμος και να γλυτώσει και το θάνατο. Αλλά όμως ο Σωκράτης, λέει, ότι αυτό, αν έλεγε ότι θα έπρεπε να φύγει, αυτό θα έδειχνε κάποια απείθεια στο Θεό και δε θα τον πίστευαν πως μπορεί να ησυχάσει. Κι αν ακόμα έλεγε πως είναι το μεγαλύτερο καλό να μιλάει για τον άνθρωπο και για τις αρετές του, πάλι δε θα τον πίστευαν τόσο πολύ. Και δεν είναι και εύκολο, όμως, να τους δώσει να καταλάβουν πως θα είχαν λάθος, εάν πίστευαν έτσι...” Και συνεχίζει την απάντηση του για άλλο τόσο κατά τον ίδιο τρόπο.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Ποιος θα μας πει τι κατάλαβε εδώ; Χρήστο; (ανήκει στην ΕΤ)

MAΘΗΤΗΣ: Bλέπουμε το Μέλητο εεε να προτείνειειει, να προτείνειειει μια δική του ποινή.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Που είναι ποια;

ΜΑΘΗΤΗΣ: Εεε δωρεάν διατροφή στο Πρυτανείο.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΄Οχι. Πρόσεχε. Τι πρότεινε ο Μέλητος για το Σωκράτη;

ΜΑΘΗΤΗΣ: Το θάνατο.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Και τι αντιπρότεινε ο Σωκράτης;

ΜΑΘΗΤΗΣ: Δωρεάν διατροφή στο Πρυτανείο.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΄Ετσι. Αυτή ήταν, λοιπόν, η αντιτίμηση. ΄Όμως, πριν πει την αντιτίμηση ο Σωκράτης για τι άλλο μίλησε;

ΜΑΘΗΤΗΣ: ΄Εκανε μια ιστορική αναδρομή.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Ιστορική; Τέλος πάντων. Έκανε μια αναδρομή στη ζωή του καλύτερα. Τι είπε δηλαδή;

ΜΑΘΗΤΗΣ: Πως παραμέλησεεε την οικογένειά του.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Nαι;

ΜΑΘΗΤΗΣ: για κάποιες αξίες.

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Τι άλλο παραμέλησε εκτός από την οικογένεια του; Με το τσιγκέλι στα βγάζω!

ΜΑΘΗΤΗΣ: Τα χρήματα.

ΚΑΘΗΓΗΤΡIA: Τα χρήματα. Αυτό πώς το ξέρουμε;

ΜΑΘΗΤΗΣ: ΄Οτιιι η οικογένειά του κι αυτός ήταν φτωχοί.

(και συνεχίζεται έτσι με την καθηγήτρια να εκμαιεύει τις σύντομες απαντήσεις του μαθητή).

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

Είναι οι επεξηγήσεις που χρησιμοποιούν οι μαθητές, για να διευκρινίσουν τα επιχειρήματά τους αυθόρμητα, χωρίς να τους το ζητήσει κάποιος. Τα παιδιά που ανήκουν στη ΜΤ χρησιμοποίησαν πολύ περισσότερες επεξηγήσεις μέσα στην τάξη από τα παιδιά της ΕΤ, τα οποία δεν επιχειρηματολογούν σχεδόν καθόλου, γιατί ο φόβος μήπως κάνουν κάποιο εκφραστικό λάθος τους κάνει να περιορίζουν τις απαντήσεις τους σε μονολεκτικές ή πολύ σύντομες φράσεις. Π.χ. σε δύο διδακτικές ώρες τα παιδιά της ΜΤ χρησιμοποίησαν 19 επεξηγηματικές φράσεις, ενώ τα παιδιά της ΕΤ μόνο 1. ΄Εξω από την τάξη, στον αντίστοιχο χρόνο, τα παιδιά της ΜΤ χρησιμοποίησαν 10επεξηγηματικές φράσεις και τα παιδιά της ΕΤ 13.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΛΟΓΟ

Όταν μιλάει κάποιος και τον διακόπτει κάποιος άλλος. Μέσα στην τάξη ο μόνος που διακόπτει είναι ο εκπαιδευτικός. Παρατηρείται μάλιστα ότι διακόπτει περισσότερο το λόγο των μαθητών που προέρχονται από την ΕΤ από ό,τι της ΜΤ. Σε μία διδακτική ώρα 5 φορές διέκοψε μαθητές της ΜΤ και 12 φορές μαθητές της ΕΤ.

΄Εξω από την τάξη ο λόγος των μαθητών είναι φυσικός, αυθόρμητος, χωρίς κανόνες και συντονισμό, οπότε στις συζητήσεις των παιδιών και των δύο κοινωνικών ομάδων παρατηρούνται διακοπές ενός ομιλητή από τους συνομιλητές του.

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

Είναι οι επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων κατά την ομιλία. ΄Εξω από την τάξη οι επαναλήψεις των παιδιών και των δύο κοινωνικών ομάδων έχουν σχέση με τις επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσσας. Δηλαδή τα παιδιά επαναλαμβάνουν λέξεις ή φράσεις για να πείσουν τον συνομιλητή τους, για να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν, για να τον επικροτήσουν ή να τον αποδοκιμάσουν κ.ο.κ. Π.χ. “Αυτό λέω κι εγώ, αυτό λέω, αυτό!”, “Και τότε και τότε τον θεωρούσαν πολύ κορόιδο!”, “Δεν καταλαβαίνετε, δεν καταλαβαίνετε τίποτα!” Μέσα στην τάξη οι επαναλήψεις δεν εξυπηρετούν κάποιες επικοινωνιακές ανάγκες, αλλά χρησιμοποιούνται σαν μια τεχνική από τους μαθητές, για να κερδίσουν χρόνο, προκειμένου να δώσουν τη σωστή απάντηση.

Π.χ. “ήθελε να δείξει ο συγγραφέας το πόσο αγαπούσε, το πόσο αγαπούσε εεε αυτό που έκανε.”

ΜΕΤΑ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Είναι μια γλωσσική λειτουργία που έχει να κάνει με την ίδια την επικοινωνία. Εκφράσεις όπως “με ακούς;”, “αυτό δεν είναι ενδιαφέρον”, “ας συζητήσουμε για το θέμα αυτό”, “ταπαμε αυτά” και άλλες τέτοιες, που έχουν να κάνουν με την ίδια την επικοινωνία, είναι μεταεπικοινωνιακές. Μέσα στην τάξη τον απόλυτο έλεγχο της επικοινωνίας τον έχει ο εκπαιδευτικός και χρησιμοποιεί μεταεπικοινωνιακές εκφράσεις για διάφορους λόγους, όπως για να προσελκύσει την προσοχή των μαθητών, για να ρυθμίσει πόσο θα μιλήσουν, για να ορίσει ή να αλλάξει το θέμα της συζήτησης, για να ελέγξει αν έγινε κατανοητός κ.α. Είναι η πιο χαρακτηριστική γλωσσική λειτουργία του λόγου των εκπαιδευτικών και αντίστοιχα αυτή που απουσιάζει σχεδόν εντελώς από το λόγο των μαθητών. Μέσα σε μία διδακτική ώρα μετρήθηκαν 32 μεταεπικοινωνιακές εκφράσεις από τον καθηγητή και καμία από τους μαθητές.

Αντίθετα έξω από την τάξη τα παιδιά και των δύο κοινωνικών ομάδων χρησιμοποίησαν πολλές μεταεπικοινωνιακές εκφράσεις κυρίως οι μαθητές που είχαν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη συζήτηση.

Συγκρίνοντας τη γλώσσα των μαθητών μέσα και έξω από τη σχολική τάξη, θα μπορούσαμε, πολύ συνοπτικά, να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα:

Η γλώσσα των μαθητών έξω από τη σχολική τάξη είναι ζωντανή, αυθόρμητη και δεν περιορίζεται από τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού που περιγράφουν την επίσημη διάλεκτο της γλώσσας. Περιλαμβάνει διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, γεωγραφικά ιδιώματα, λαϊκές λέξεις και εκφράσεις της καθομιλουμένης, αργκό κλπ. Είναι φυσικός λόγος όπου οι ομιλητές δεν επικεντρώνουν την προσοχή τους στο ΠΩΣ θα μιλήσουν, αλλά στο ΤΙ θα πουν. Το ύφος και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται εξυπηρετούν τις πραγματικές λειτουργίες της επικοινωνίας. Δηλαδή, εξυπηρετούν την ανάγκη των παιδιών να συνεννοηθούν.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται μέσα στην τάξη έχει σαν πρότυπο την επίσημη διάλεκτο των σχολικών εγχειριδίων. Είναι το πρότυπο του γραπτού λόγου. Σ’ αυτό είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοστούν οι μαθητές. Όμως ο γραπτός λόγος είναι ακατάλληλος για προφορική επικοινωνία, γιατί δεν εμπλέκονται σ’ αυτόν εξωγλωσσικοί παράγοντες, όπως μορφασμοί, χειρονομίες κ.α., που είναι στοιχεία συμπληρωματικά και συνεκτικά του προφορικού λόγου. ΄Ετσι ο λόγος των μαθητών μέσα στην τάξη είναι ένας λόγος που δεν τον συναντάμε πουθενά αλλού στη ζωή. Είναι δηλαδή μία μεταφορά του γραπτού λόγου σε προφορική εκδοχή με επίσημο ύφος. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη γλώσσα των μαθητών μέσα στην τάξη είναι η προσπάθεια που κάνουν να μιμηθούν τη γλώσσα του εκπαιδευτικού. Αυτό το πετυχαίνουν πιο εύκολα οι μαθητές που ανήκουν στη ΜΤ, ενώ αντίθετα, όσοι ανήκουν στην ΕΤ προσπαθούν, αλλά πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο εκπαιδευτικός, αλλά ότι δεν έχουν την ίδια άνεση να αρθρώσουν λέξεις ή προτάσεις που είναι πολύ διαφορετικές από τη δική τους διάλεκτο. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές επιλέγουν να μη συμμετέχουν στη συζήτηση ή, αν εξαναγκαστούν, χρησιμοποιούν διάφορα τεχνάσματα όπως αυτοδιορθώσεις, επαναλήψεις, παύσεις, για να καταφέρουν να προσαρμοστούν στη διάλεκτο του εκπαιδευτικού. Αυτό είναι μια μεγάλη πηγή άγχους, που απομακρύνει τους μαθητές από το πραγματικό περιεχόμενο μιας συζήτησης και τους κάνει να επικεντρώνουν τη σκέψη τους στο ΠΩΣ θα μιλήσουν παρά στο ΤΙ θα πουν. ΄Ετσι αισθάνονται ότι δεν τα καταφέρνουν και γρήγορα παραιτούνται από κάθε προσπάθεια.

Αισθάνονται ότι όλη η διαδικασία που ακολουθείται μέσα στην τάξη είναι για κάποιους άλλους, πιο ικανούς, και ότι αυτοί είναι απλώς επισκέπτες και μάλιστα επισκέπτες χωρίς τη θέλησή τους. Πολλές φορές, όταν τους ρωτάει ο εκπαιδευτικός, σηκώνουν τους ώμους για να δείξουν ότι δεν ξέρουν την απάντηση, ενώ για το ίδιο θέμα, σε φιλικότερο γλωσσικό περιβάλλον γι’ αυτούς, έχουν τη γνώμη τους που μάλιστα την εκφράζουν με ισχυρότατα επιχειρήματα.

Πολλά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν, αν οι εκπαιδευτικοί είχαν περισσότερες γνώσεις για τη δύναμη που έχουν οι γλωσσικές διαφορές στις σχολικές τάξεις, τους τρόπους με τους οποίους ποικίλει η γλώσσα στις κοινωνικές ομάδες, καθώς και τη στερεότυπη συμπεριφορά που προκαλούν αυτές οι γλωσσικές ποικιλίες. Είναι σημαντικό να μάθουν οι εκπαιδευτικοί να εκτιμούν τις γλωσσικές διαφορές των μαθητών, έτσι ώστε, όπως συμφωνούν οι κοινωνιογλωσσολόγοι, να αλλάξουν οι στάσεις των ανθρώπων και όχι η γλώσσα τους.
Η μάθηση είναι ευχαρίστηση, δημιουργία και επικοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία θα πρέπει να εγγυάται την ενασχόληση και τη δραστήρια συμμετοχή όλων των μαθητών στις μαθησιακές δραστηριότητες. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο πώς να δώσει σε όλους τους μαθητές την ευκαιρία να δείξουν τις ικανότητές τους ανάλογα με την προηγούμενη εμπειρία τους και την τρέχουσα δυνατότητά τους.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου