Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Καθημερινός & επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα

πηγή


Δήμητρα Κατή www.abnet.agrino.org/htmls/M/M006.htm

Με αφορμή ορισμένες πρόσφατες εκδόσεις, θα σταθώ στο γιατί οι δραστηριότητες μιας μεγάλης και αξιόλογης γλωσσολογικής κοινότητας στη χώρα μας παραμένουν αφανείς. Αντιπροσωπευτικό δείγμα τους είναι η από εικοσαετίας ετήσια έκδοση με τίτλο |Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα|, προϊόν μιας συνάντησης ερευνητών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η εξειδικευμένη ορολογία που καθιστά δύσβατα τα επιστημονικά κείμενα -ιδίως δε η μαθηματική τυποποίηση που χαρακτηρίζει έναν ηγεμονικό πυρήνα της γλωσσολογίας- όπως και η μερική δημοσίευσή τους σε ξενόγλωσσα έντυπα δεν αρκούν για να εξηγήσουν το φαινόμενο. Η γλωσσολογική κοινότητα θα μπορούσε να είναι γνωστή και μόνο γιατί ασχολείται στην πλειοψηφία της με όψεις της ελληνικότητας -στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη θεωρητική περιγραφή της ελληνικής γλώσσας- όπως συμβαίνει με την επίσης ανθηρή κοινότητα μελετητών της ελληνικής ιστορίας.

Κυκλοφορούν πάντως και έργα πιο προσιτά από άποψη ορολογίας και ύφους και, το κυριότερο, άμεσου ενδιαφέροντος για ζητήματα που απασχολούν καθημερινά, όπως οι εκδόσεις του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Σε αυτές συγκαταλέγεται το μείζονος σημασίας -και για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και για τη γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Eνωσης- δίτομο και δίγλωσσο έργο με τίτλο ["Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Eνωση: όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού], που επιμελήθηκε ο Α.Φ. Χριστίδης. Το ότι πέρασε απαρατήρητο είναι εντυπωσιακό, τη στιγμή που εκφράζονται φόβοι για την περιθωριοποίηση της ελληνικής και άλλων λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών.

Σε μια χώρα όπου το γλωσσικό ζήτημα αποτέλεσε κομβικό αντικείμενο κοινωνικής διαμάχης, το ευρύ κοινό -συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων ομάδων, που είναι οι εκπαιδευτικοί και οι δημοσιογράφοι- δεν ανατρέχει στις επιστήμες της γλώσσας για να κατανοήσει διάφορα ζητήματα, διατηρώντας μάλιστα αφελείς αντιλήψεις γι' αυτές. Ακόμη και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αναφέρονται στους γλωσσολόγους ως κατεξοχήν γνώστες τού τι είναι "γλωσσικά σωστό". Κι ας υπογραμμίζεται σε όλα τα εισαγωγικά βιβλία ότι η γλωσσολογία δεν είναι ρυθμιστική επιστήμη. Αντιθέτως, περιγράφει και εξηγεί τις γλωσσικές χρήσεις, σε ορισμένα μάλιστα πεδία της την ποικιλία των χρήσεων και τα ιδεολογικοπολιτικά αίτια της προκατειλημμένης αξιολόγησης ορισμένων χρήσεων (ιδιωμάτων, διαλέκτων κ.λπ.) ως "ορθότερες" ή "ανώτερες". Η αναφορά στη γλωσσολογική κοινότητα περιορίζεται σε γνωστό γλωσσολόγο, του οποίου το όνομα απουσιάζει μάλιστα συνήθως από τις επιστημονικές συναντήσεις του κλάδου.

Ο επιστημονικός λόγος δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για τον καθημερινό λόγο περί γλώσσας, μεταξύ άλλων γιατί η κυρίως γλωσσολογία αποστασιοποιείται από ζητήματα γλωσσικής χρήσης και γενικότερα ηθικής και πολιτικής, παραχωρώντας τα με ίχνη περιφρόνησης σε διεπιστημονικούς κλάδους όπως η κοινωνική και εκπαιδευτική γλωσσολογία. Το γεγονός σχετίζεται ωστόσο -όπως επισημαίνεται συχνά- και με το ότι ισχυρές καθημερινές μυθολογίες δεν έχουν ίχνος εγκυρότητας στον επιστημονικό λόγο. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τη χώρα μας. Οι αντιλήψεις ωστόσο για το ρόλο των γλωσσολόγων και κυρίως οι γλωσσικές μυθολογίες, οι ιδεολογικο-πολιτικές σκοπιμότητές τους και ο βαθμός αντιπαράθεσης σε αυτές δεν είναι πάντα ταυτόσημες. Αρκεί να αναφέρω ότι κινδυνολογίες για την κατάπτωση της γλώσσας και την αγλωσσία ορισμένων κοινωνικών ομάδων παρατηρούνται και στις αγγλόφωνες κοινωνίες. Το αίτημα ωστόσο για επιστροφή της γραμματικής στην εκπαίδευση της θατσερικής Βρετανίας μπορεί να παραλληλιστεί μόνο εν μέρει με το δικό μας για επιστροφή των αρχαίων. Δικαιολογήθηκε όπως και στη δική μας περίπτωση ως ανάγκη επιστροφής στην εθνική παράδοση αλλά επιπλέον στο νόμο και την τάξη. Υποστηρίχτηκε, όπως και σε μας, όχι μόνο από συντηρητικές ομάδες αλλά και λίγους αριστερούς διανοούμενους. Αντικρούστηκε ωστόσο σθεναρά κυρίως από εκπαιδευτικούς και θεωρήθηκε επιστημονικά αστήριχτη, ακόμη και από την επιτροπή που η συντηρητική κυβέρνηση συγκρότησε για να εκτελέσει την πολιτική της.

Στη χώρα μας οι γλωσσικές μυθολογίες αποκτούν βαρύτητα όχι μόνο γιατί εκφράζονται από σημαντικά δημόσια πρόσωπα (όλων των πολιτικών αποχρώσεων) και δεν τίθενται συνήθως υπό συζήτηση, αλλά κυρίως γιατί διακυβεύονται κρίσιμα ζητήματα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στην κακοποίηση της ελληνικής και η οξύμωρη έκφραση "διαχρονικότητα της ελληνικής δημοτικής γλώσσας" από το Μίκη Θεοδωράκη σε πρόσφατη ομιλία του δεν σχολιάστηκαν καν. Μόλις πριν από ένα μήνα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είδε την επερχόμενη "απαλοιφή" της ελληνικής στα νεανικά ιδιώματα, αλλά ακόμη και η |Αυγή| είχε κάποτε εκφράσει ίδια άποψη σε άρθρο για την αγλωσσία των νέων με τον τίτλο "Μια γλώσσα πενήντα λέξεων για να τη βρίσκουμε με τους κολλητούς".

Πόσοι γνωρίζουν άραγε ότι η ιστορική και η κοινωνική γλωσσολογία εκλαμβάνουν τα φαινόμενα γλωσσικής αλλαγής και ποικιλίας, όπως τα κοινωνικά ιδιώματα και τα ξένα δάνεια, ως απολύτως φυσικά, συχνά ως ένδειξη αναζωογόνησης μιας γλώσσας, και την αρνητική αξιολόγηση ορισμένων γλωσσικών ποικιλιών ως συνηθισμένη προκατάληψη. Και πόσοι γνωρίζουν πιο συγκεκριμένα το ερευνητικό έργο για τα νεανικά ιδιώματα της ελληνικής, που συντελείται κυρίως στα Πανεπιστήμια της Πάτρας και της Χαϊδελβέργης; Συμπεριλαμβάνει ένα πλούσιο αρχείο λέξεων και εκφράσεων και μαρτυρά συνεπώς την ικανότητα αναδημιουργίας και εμπλουτισμού της γλώσσας που διαθέτουν οι νέοι, όπως όλοι άλλωστε οι ομιλητές. Συνήθως μάλιστα οι νεανικοί νεολογισμοί χρησιμοποιούν παραδοσιακά ελληνικές ρίζες (π.χ. "φατσοκόφτης", αυτός που ελέγχει την είσοδο σε κέντρα διασκέδασης) και τα ξένα δάνεια ενσωματώνονται (π.χ. "κουλάρω").

Η θέση μας για τα νεανικά ιδιώματα (όπως και για άλλα γλωσσικά φαινόμενα) έχει συνέπειες για τη διδασκαλία της γλώσσας στην εκπαίδευση. Oσοι εκλαμβάνουν το δανεισμό της αγγλικής ρίζας "κουλ" στο παραπάνω ρήμα ως πρόβλημα, προτείνουν τη θεραπεία μιας ένεσης αρχαιότερων μορφών της γλώσσας. Μια τέτοια τακτική δεν αποτελεί απλώς καταφυγή σε πρακτικές που ελάχιστα μπορεί να επηρεάσουν τη σύγχρονη χρήση της γλώσσας, καταναλώνουν πολύτιμο χρόνο του αναλυτικού προγράμματος και εξυπηρετούν συντηρητικές ιδεολογικές σκοπιμότητες. Αποτελεί πάνω απ' όλα σοβαρή παραπλάνηση ως προς το ποια είναι τα κρίσιμα ζητήματα. Το πρόβλημα με τη χρήση της ελληνικής από νέους και άλλες κοινωνικές ομάδες δεν εντοπίζεται στις αποκλίνουσες από τη νόρμα εκφράσεις -απόδειξη άλλωστε του πλούτου της γλώσσας και της ζωντάνιας των ομιλητών της. Εντοπίζεται στο ότι δεν μπορούν να τη χειριστούν σε γραπτές και προφορικές της μορφές που δεν συνηθίζονται στην καθημερινή ζωή, αλλά είναι αναγκαίες για πρόσβαση στη γνώση και την εξουσία.

Την ευθύνη έχει φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ενθαρρύνει την παθητική ανάγνωση και αναπαραγωγή κειμένων, όπως φαίνεται μεταξύ άλλων στην αφθονία των ασκήσεων αντιγραφής στο δημοτικό, στη λέξη προς λέξη απομνημόνευση της εξεταστικής ύλης στο πανεπιστήμιο και στην απουσία ακόμη και απλών δραστηριοτήτων κριτικής ανάγνωσης, όπως η συζήτηση κειμένων, η περίληψή τους, ακόμη και η υπογράμμιση των κυριότερων σημείων τους. Διδάσκει επίσης λίγα μόνο είδη λόγου, παραλείποντας ακόμη και συνηθισμένες σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα δραστηριότητες, όπως η ανάγνωση αυτοτελών λογοτεχνικών βιβλίων και η γραφή εργασιών. Ενώ περισσεύουν οι καταγγελίες περί λεξιπενίας, σπανίως ακούγονται φωνές ενάντια στο απαρχαιωμένο αυτό σύστημα, που εξακολουθεί κυρίως μέσω του γλωσσικού μαθήματος να παράγει πολίτες χωρίς ευρύ φάσμα δεξιοτήτων χρήσης του λόγου, στην ουσία χωρίς δυνατότητες κριτικής σκέψης και κοινωνικής παρέμβασης.
*η Δήμητρα Κατή είναι ψυχογλωσσολόγος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου